σπανοπώγων

σπανοπώγων
-ωνος, ὁ, ΜΑ
αυτός που έχει σπανό πώγωνα, αραιές τρίχες στο πιγούνι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + πώγων (πρβλ. βαθυ-πώγων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπανοπώγων — with scanty beard masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανοπωγώνων — σπανοπώγων with scanty beard masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανοπώγωνας — σπανοπώγων with scanty beard masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αέναος — η, ο (Α ἀέναος, ον και ιων. ἀείναος και συνηρ. ἀείνως) 1. αυτός που ρέει διαρκώς, αστείρευτος, ανεξάντλητος 2. αιώνιος, ακατάλυτος, διαρκής, άφθαρτος («αέναος διαδοχή τών ετών») 3. επίρρ. αενάως συνεχώς, διαρκώς, ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέν ( …   Dictionary of Greek

  • γαύρος — Δέντρο της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα), που θυμίζει λίγο την οξιά. Επιστημονικά ονομάζεται κάρπινος ο βετουλοειδής. Έχει μέτριο ανάστημα και λείο, σκούρο γκρίζο φλοιό. Τα φύλλα του είναι ωοειδή, μυτερά, μεγάλα, όπως της οξιάς, διπλά …   Dictionary of Greek

  • σπανός — (I) ή, ό / σπανός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει αραιές ή δεν έχει καθόλου τρίχες στο πρόσωπό του (α. «ήταν γέρος και σπανός και άσχημος» β. «τὸ εἶδος αὐτοῡ... σπανόν, ἐπὶ τοῡ χείλους μόνον ἔχων τρίχας, καὶ εἰς τὸ ἄκρον τοῡ πώγωνος», Παλλάδ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”